-
1 μιαίνω
μιαίνω, aor. ἐμίηνα, att. auch ἐμίανα, vgl. Lob. Phryn. p. 24, perf. μεμιαγκότι, Plut. Tib. Graech. 21, pass. μεμίασμαι u. μεμίαμμαι, Ios. 2, 8, 9; eig. die Oberfläche eines Körpers mit einer andern Farbe überziehen, bemalen, färben; ἐλέφαντα φοίνικι, Il. 4, 141; – gew. besudeln, beflecken; μιάνϑησαν κονίῃ, αἵματι, Il. 16, 295. 23, 732 u. öfter, μιάνϑην αἵματι μηροί; für μιανϑήτην, 4, 146; so μιαίνων παρϑενοσφάγοισιν ῥεέϑροις πατρῴους χέρας, Aesch. Ag. 202, βορβόρῳ ὕδωρ λαμπρόν, Eum. 665; αἵματι μιανϑείς, Soph. O. C. 1376; βωμὸν φόνῳ, Eur. I. A. 1595; βωμοὺς αἵματι, Plat. Legg. VI, 782 c. – Uebertr., sittlich verunreinigen, beflecken; οὐκ ἐλεγχέεσσιν ἐμίαινε ἀγοράν, Pind. N. 3, 16; μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης, befleckend, Aesch. Spt. 326; εὔφημον ἦμαρ κακαγγέλῳ γλώσσῃ, Ag. 623; μιαίνων τὴν δίκην, 1654; ϑεοὺς μιαίνειν οὔτις ἀνϑρώπων σϑένει, Soph. Ant. 1031; πόλιν, Eur. Phoen. 1057; κλέος πατρός, Mel. 1006; γῆς μεμιασμένης, Thuc. 2, 102; ὅςτις ἂν ἀγοράν τε καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ μιαίνῃ, Plat. Legg. IX, 868 a; τὸ ϑεῖον, Tim. 69 d; μεμιασμένη ψυχὴ καὶ ἀκάϑαρτος, Phaed. 81 b; Plut. u. a. Sp.
-
2 μιαίνω
A ; [ per.] 3sg.μιᾰνεῖ Berl.Sitzb.1927.158
([place name] Cyrene), LXX Is.30.22, al.: [tense] aor.ἐμίηνα Il.4.141
, Hp.Flat.14, App. BC2.104,ἐμίᾱνα Pi.N.3.16
, S.Fr. 104, E.Hel. 1000, IA[1595], LXX Ge. 34.5, al.; part.μιάνας Sol.32.3
: [tense] pf.μεμίαγκα Plu.TG21
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐμιήνατο Nonn.D.45.288
:—[voice] Pass., [tense] fut.μιανθήσομαι Pl.R. 621c
: [tense] aor. ἐμιάνθην, [dialect] Ep. μιάνθην (v. infr.): [tense] pf. μεμίασμαι (v. infr.), , al., D.C.51.22; [ per.] 3sg.μεμίανται Porph.Abst.4.16
(but [ per.] 3pl., Phalar.Ep.121.2); inf.μεμιάνθαι D.S.36.13
, butμεμιάσθαι Horap.1.44
: Cyrenaic [tense] aor. 2 [voice] Pass. ἐμίᾱν in [ per.] 3sg. subj.μιᾷ Berl.Sitzb. 1927.160
, al.: [tense] fut. [voice] Pass. μιᾱσέω in [ per.] 3sg. ind. μιᾱσεῖ ib. 164:—stain, dye, ;ὥσπερ ἔβενος περίδρομος ἐλέφαντα τὸν βραχίονα μιαίνων Hld.10.15
.2 stain, sully,μιάνθησαν ἔθειραι αἵματι καὶ κονίῃσι Il.16.795
, cf. 23.732;μιάνθην αἵματι μηροί 4.146
; , cf. A.Ag. 209 (lyr.);τοὺς θεῶν βωμοὺς αἵματι μ. Pl.Lg. 782c
;μ. βωμὸν εὐγενεῖ φόνῳ E.IA
l. c.;βορβόρῳ.. ὕδωρ μιαίνων λαμπρόν A.Eu. 695
.3 freq. of moral pollution, taint, defile, Pi. l. c., etc.; κλέος Sol.l. c., E.Hel. l. c.; ;ἑνὶ πόνῳ πολλὰ καὶ λαμπρὰ ἔργα μιῆναι App.BC2.104
;εὔφημον ἦμαρ κακαγγέλῳ γλώσσῃ μ. A.Ag. 637
;μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης Id.Th. 344
(lyr.); ; τὰ ἱερά, τὸ θεῖον, Pl.Lg. 868b, Ti. 69d;οἶκον θόρυβος μιαίνει Porph.Abst.4.12
; ;τὴν ἁγνείαν τῶν θεῶν Antipho 2.2.12
, cf. 2.1.10; dishonour a woman, LXX Ge.34.5, al.:— [voice] Pass., incur defilement, A.Supp. 366, E.Or.75, Berl.Sitzb. ll. cc., etc.; ;τῆς ἄλλης [γῆς] αὐτῷ μεμιασμένης Th.2.102
;ἡ ψυχὴ μεμιασμένη καὶ ἀκάθαρτος Pl.Phd. 81b
; μιανθέντες τῷ τῆς ἀσεβείας μολυσμῷ Aristeas 66; of ritual defilement in funeral rites, IG 12(5).593.25 ([place name] Iulis). -
3 ευσεβεια
ἥ тж. pl.1) благочестие, благоговение(Ζηνός Soph.; πρὸς θεούς Plat., Dem., εἰς θεούς Plat. и περὴ θεούς Plat., Isocr.)
πρὸς εὐσέβειαν Soph. — по благочестию, из благочестивых чувств;μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης Aesch. — Арей, для которого нет ничего святого2) почтение, глубокое уважение(εἰς γονέας Plat.)
(εὐσέβειαν φέρειν ἐκ πατρός Soph.)
-
4 εὐσέβεια
A reverence towards the gods or parents, piety or filial respect,εὐ. εἰς θεοὺς καὶ γονέας Pl.R. 615c
, etc.;μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης A.Th. 344
(lyr.); εὐ. Ζηνός towards him, S.El. 1097 (lyr.); πρὸς εὐσέβειαν, = εὐσεβῶς, ib. 464; εὐ. πρός, περὶ τοὺς θεούς, Pl. Smp. 193d, Isoc.12.124, cf. 10.58;πρὸς ἀδελφόν D.C.48.5
; ἡ πρὸς τὸ θεῖον εὐ. Inscr.Prien.117.63 (i B.C.), etc.;τὴν εὐ. τῶν πραχθέντων Antipho 3.2.12
: pl., acts of piety, Arist.Rh.Al. 1423b28.2 loyalty, ἡ ὑμετέρα πρός με εὐ. PLond.3.1178.14 ([place name] Claudius); ἡ εἴς με εὔνοια καὶ εὐ. SIG814.2 ([place name] Nero).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσέβεια
-
5 μιαίνω
μιαίνω, eig. die Oberfläche eines Körpers mit einer andern Farbe überziehen, bemalen, färben; gew. besudeln, beflecken. Übertr., sittlich verunreinigen, beflecken; μιαίνων εὐσέβειαν Ἄρης, befleckend
См. также в других словарях:
λαοδάμας — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, νικητής στους αγώνες πυγμαχίας που έγιναν για να τιμηθεί ο Οδυσσέας. 2. Γιος του Αντήνορα, ήρωας των Τρώων, που σκοτώθηκε από τον Αίαντα στη μάχη που δόθηκε κοντά στα πλοία … Dictionary of Greek